2500 χρόνια από τη Μάχη του Μαραθώνα

Τον Σεπτέμβριο του 490 πΧ οι μυριάδες των περσικών στρατευμάτων με επικεφαλείς το Δάτη και τον Αρταφέρνη, αφού κατέστρεψαν την Ερέτρια, αποβιβάστηκαν στον κόλπο του Μαραθώνα. Η πεδιάδα εκεί ήταν η πιο κατάλληλη για τη χρησιμοποίηση του περσικού ιππικού.

Οι Αθηναίοι βάδισαν κατευθείαν στο Μαραθώνα με 10000 άντρες. Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν στείλει ακόμα βοήθεια και η μόνη ενίσχυση ήρθε από τους Πλαταιείς, με ολόκληρο το στρατό τους, περίπου 1000 οπλίτες.

Οι δέκα Αθηναίοι στρατηγοί ήταν διχασμένοι. Πέντε υποστήριζαν ότι ήταν πολύ λίγοι για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες, ενώ οι υπόλοιποι ανάμεσα τους και ο Μιλτιάδης ήταν υπέρ της μάχης. Μετά από πρόταση του Μιλτιάδη αποφάσισαν να ψηφίσει και ο πολέμαρχος, ο Καλλίμαχος. Ο Μιλτιάδης κατάφερε να τον πείσει και οι Αθηναίοι ετοιμάστηκαν για τη μάχη. Η απόσταση που χώριζε τους δύο αντιπάλους ήταν 1480 μέτρα.

Το σχέδιο του Μιλτιάδη ήταν να εμπλακεί σε μάχη με το περσικό πεζικό όσο πιο σύντομα γινόταν ώστε να αποφύγει τις απώλειες από τους εχθρικούς τοξότες. Οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς έτρεξαν πρώτοι για επίθεση. Στα τελευταία 200 μέτρα επιτάχυναν σε «δρομέα έφοδο». Οι Πέρσες «καθώς έβλεπαν τους Αθηναίους να τρέχουν χωρίς ιππικό, χωρίς τοξότες, νόμισαν ότι είχαν τρελαθεί και όδευαν προς την καταστροφή, αφού ήταν πολύ λίγοι» (Ηρόδοτος 6,112). Όμως, η ταχύτητα και ο ισχυρός αμυντικός οπλισμός των Αθηναίων τους επέτρεψαν να ξεπεράσουν με αμελητέες απώλειες την καταιγίδα των περσικών βελών.

Ο Μιλτιάδης είχε επιμηκύνει το μέτωπο του, ώστε να είναι ίσο με το μέτωπο των Περσών με τρόπο που το δεξιό και το αριστερό κέρας να είναι ισχυρά αποδυναμώνοντας το κέντρο. Οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς έπεσαν στα δύο άκρα των αιφνιδιασμένων Περσών. Πέτυχαν την κάμψη των πρώτων ζυγών, οι οποίοι πίεσαν τους πίσω ζυγούς, με αποτέλεσμα τη διάσπαση των γραμμών των τμημάτων των δύο άκρων σε όλο το βάθος και την τροπή τους σε άτακτη φυγή προς τη θάλασσα.

Στο κέντρο οι λιγοστές αθηναϊκές δυνάμεις υπέστησαν κάποιες απώλειες, όμως εκπλήρωσαν επιτυχώς την αποστολή τους, απασχολώντας τα επίλεκτα εχθρικά τμήματα. Η υποχώρηση του αθηναϊκού κέντρου πραγματοποιήθηκε με υποδειγματική συνοχή.

Μετά τη γρήγορη αθηναϊκή νίκη στα πλάγια, οι δύο πτέρυγες έπρεπε να ενωθούν, πριν το ισχυρό περσικό κέντρο προλάβει να αναστραφεί και να επιτεθεί πρώτο. Σε αυτό το κρίσιμο σημείο η ελληνική πειθαρχία και εκπαίδευση απέδειξε την αξία της.

Μια ισχυρότατη φάλαγγα με βάθος οκτώ ζυγών ήταν έτοιμη να επιτεθεί κατά του περσικού κέντρου. Η φάλαγγα τώρα ήταν ανεστραμμένη, αφού πρωτοστάτες έγιναν οι άνδρες της τελευταίας σειράς του προηγούμενου σχηματισμού (οι ουραγοί), που προβλεπόταν να είναι και αυτοί έμπειροι μαχητές. Σε λιγότερο από δύο λεπτά επέπεσε εναντίον του περσικού στρατού και ακολούθησε φονικότατη μάχη.

Τα περσικά τμήματα της δεξιάς πλευράς και του κέντρου κατέρρευσαν. Στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να σωθούν, έπεσαν επάνω στην αριστερή τους πλευρά, παρασύροντάς την και αυτή σε φυγή προς την ακτή του Σχοινιά. Στη μάχη έπεσαν πάνω από 6400 Πέρσες και μόλις 192 Έλληνες. Ανάμεσα τους και ο αδερφός του Αισχύλου Κυναίγειρος. Ο ίδιος ο ποιητής Αισχύλος τραυματίστηκε στη μάχη.

Αμέσως μετά, οι Πέρσες έπλευσαν προς το Φάληρο με το σκοπό να κυριέψουν την απροστάτευτη Αθήνα. Η αντίδραση του Μιλτιάδη ήταν άμεση. Άφησε τον Αριστείδη με τη φυλή του να φυλάει τα λάφυρα και κατευθύνθηκε με τον υπόλοιπο στρατό στην Αθήνα. Όταν τα πρώτα περσικά πλοία έφτασαν στο Φάληρο, ο Αθηναϊκός στρατός ήταν ήδη εκεί. Οι Πέρσες δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν απόβαση και γύρισαν στην Ασία.

Την επομένη της μάχης έφτασαν οι ενισχύσεις από τη Σπάρτη. Κατευθύνθηκαν στο Μαραθώνα και επιθεώρησαν το πεδίο της μάχης και τους νεκρούς Πέρσες, συνεχάρησαν τους Αθηναίους και επέστρεψαν πίσω στη Σπάρτη.

Η ελληνική νίκη στον Μαραθώνα είχε τεράστια σημασία. Κλόνισε το περσικό αήττητο και ανέδειξε την ισχύ της πολεμικής τακτικής των Ελλήνων απέναντι στην συντριπτική αριθμητική υπεροχή του εχθρού. Άλλωστε, η τακτική που εφάρμοσε ο Μιλτιάδης στο Μαραθώνα διδάσκεται στις στρατιωτικές σχολές παγκοσμίως.

Οι Αθηναίοι νίκησαν σε αυτή τη μάχη σώζοντας όχι μόνο τις εστίες τους, αλλά και τις αξίες πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός.

Παιδεία δύο ταχυτήτων

Η νέα σχολική χρονιά (2010 – 2011) θα είναι η τέταρτη που διδάσκω στη «Σχολή Λαμπίρη» το μάθημα της Ιστορίας με τη βοήθεια των πολυμέσων.

Όλα ξεκίνησαν πριν τρία χρόνια, όταν πήρα την πρωτοβουλία να χρησιμοποιώ το βιντεοπροβολέα και την μεγάλη οθόνη στο αμφιθέατρο του σχολείου μας, για να προβάλλω στους μαθητές μου κάποια σχετικά με το μάθημα αποσπάσματα από ιστορικά ντοκυμανταίρ. Έπειτα, συνέδεσα και έναν υπολογιστή. Φωτογραφίες, χάρτες, βίντεο, ηχητικά ντοκουμέντα, παρουσιάσεις εργασιών των ίδιων των μαθητών σε power point έκαναν το μάθημα περισσότερο φιλικό, ενδιαφέρον και κατανοητό για το μαθητή.

Επειδή διαπιστώθηκε εκ του αποτελέσματος πως οι μέτριοι ακόμα και οι αδιάφοροι μαθητές άρχισαν να συμμετέχουν ενεργά στο μάθημα, ο Διευθυντής του σχολείου μας, κ. Ιωάννης Τζούλης, αποφάσισε την αγορά διαδραστικών πινάκων σε κάθε αίθουσα. Έτσι, στη «Σχολή Λαμπίρη» το μάθημα απογειώθηκε.

Μάλιστα, την περσινή σχολική χρονιά (2009 – 2010) έγινε εφικτό με τη συνεργασία των μαθητών μου στην Α΄Γυμνασίου, κάθε ενότητα στο μάθημα της Ιστορίας να διδάσκεται σε power point. Τα αποτελέσματα ξεπέρασαν κάθε προσδοκία, αφού στις εξετάσεις του Ιουνίου οι 24 από τους 31 μαθητές της πρώτης έγραψαν πάνω από 17 στο συγκεκριμένο μάθημα.

Με χαρά αποφασίσαμε να προβάλλουμε αυτές τις παρουσιάσεις στο ιστολόγιο digital-history.blogspot.com όπου μπορεί ο καθένας να τις «ξεφυλλίσει» ή να τις κατεβάσει.

Πλέον, στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα υπάρχουν δύο «ταχύτητες». Από τη μία, το δημόσιο σχολείο που πισωγυρίζει 4 ολόκληρες δεκαετίες -η ίδια η υπουργός Παιδείας ομολογεί ευθαρσώς πως η νέα σχολική χρονιά θα είναι η χειρότερη μετά το 1974- με 30 και βάλε μαθητές ανά τμήμα, με πρωτοφανή κενά σε διδακτικό προσωπικό και υποδομές.

Από την άλλη, τα καλά ιδιωτικά σχολεία, με ολιγομελή τμήματα, προσεκτικά επιλεγμένο προσωπικό, άριστες υποδομές, αξιοποίηση της τεχνολογίας και των πολυμέσων προσφέρουν εκπαίδευση που συμβαδίζει με τις απαιτήσεις του 21ου αιώνα.

Σεπτέμβριος 1955 - Η Τουρκική θηριωδία στην Κωνσταντινούπολη

Τα γεγονότα στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου 1955 στην Κωνσταντινούπολη αποτελούν ένα ακόμη μέρος του συστηματικού διωγμού των Ελλήνων. Αφορμή για το «πογκρόμ» του 1955 στάθηκε ο επαναστατικός αγώνας των Κυπρίων τον Απρίλιο του ιδίου έτους εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας.

Η Βρετανία υποδεικνύει στην Τουρκία την καλλιέργεια εχθρικού κλίματος κατά των Ελλήνων. Ο τουρκικός τύπος με ψευδή δημοσιεύματα εξάπτει τον τουρκικό φανατισμό σε ανθελληνική υστερία.

Αιτία για να ξεκινήσουν οι αθλιότητες του τουρκικού όχλου σε βάρος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ήταν η είδηση ότι ανατινάχθηκε το σπίτι του Κεμάλ στην Θεσσαλονίκη από Έλληνες.

Στην πραγματικότητα η «βόμβα» είχε τοποθετηθεί από τον Τούρκο φοιτητή στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης Οκτάι Εγκίν, -γιο μουσουλμάνου βουλευτή στην Ελληνική Βουλή- σε συνεργασία με το προσωπικό του τουρκικού προξενείου της Θεσσαλονίκης.

Πριν ακόμα μεταδοθεί η είδηση από τον τουρκικό τύπο συγκεντρώθηκαν μπροστά στο μνημείο του Κεμάλ στο Ταξίμ της Πόλης πλήθος φανατισμένων και οργανωμένων τούρκων, ενώ φορτηγά αυτοκίνητα μετέφεραν συνέχεια ομάδες κρούσης από Τούρκους επαρχιώτες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το BBC του Λονδίνου μετέδωσε την είδηση της έκρηξης μισή ώρα προτού γίνει αυτή!

Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου ένα μαινόμενο πλήθος από 50.000 Τούρκους με τσεκούρια, ρόπαλα, αξίνες, λοστούς, σφυριά και μπιτόνια βενζίνης στράφηκε κατά των Ελλήνων της Πόλης και των περιουσιών τους. Οι επιδρομείς φονιάδες με συνθήματα «θάνατος στους γκιαούρηδες», «σφάξτε τους Έλληνες προδότες» επιδόθηκαν σε κάθε είδους βαρβαρότητα. Βιασμοί γυναικών, μικρών κοριτσιών, αλλά και αγοριών, πυρπολήσεις εκκλησιών, οικιών, καταστημάτων, καταστροφή τάφων και κοιμητηρίων, λεηλασίες και κάθε είδους καταστροφή σε ελληνικά ιδρύματα είναι μόνο μερικές από τις βιαιοπραγίες που κράτησαν μέχρι τις πρωινές ώρες της 7ης Σεπτεμβρίου υπό τα βλέμματα της αστυνομίας και του στρατού.

Ο απολογισμός των βάρβαρων επεισοδίων ήταν, ο θάνατος 20 Ελλήνων και ο τραυματισμός άλλων 300 περίπου, ο βιασμός 200 Ελληνίδων και αδιευκρίνιστος αριθμός ανδρών και αγοριών. Η καταστροφή 4348 εμπορικών καταστημάτων, 27 φαρμακείων, 26 σχολείων, 110 ξενοδοχείων, 73 εκκλησιών, 21 εργοστασίων, 3 εφημερίδων και περίπου 2600 οικιών.

Μετά τα επεισόδια από τις 100.000 περίπου Ελλήνων δεν θα απομείνουν παρά μόνο λίγες χιλιάδες που δεν θα θυμίζουν σε τίποτα την ευημερούσα ελληνική μειονότητα.

Ο πρωθυπουργός Μεντερές προσπάθησε να επιρρίψει τις ευθύνες στους κομμουνιστές, αιφνιδιασμένος και αυτός από το μέγεθος της καταστροφής, αλλά και υπό το βάρος του διεθνούς τύπου που πρόβαλε τις τουρκικές θηριωδίες.

Την πολιτική της συστηματικής εξόντωσης των μειονοτήτων στην Τουρκία φανερώνει και η κυνική δήλωση του αρχηγού της αντιπολίτευσης Ισμέτ Ινονού μετά τα γεγονότα, «είναι καλό που δεν αναμείχθηκε το κόμμα μας στα γεγονότα, όμως οι εκδηλώσεις αυτές ήταν πολύ καλά οργανωμένη εθνική ενέργεια και ωφέλιμη για να καθαρίσει η χώρα μας από το ελληνικό στοιχείο, που είναι ένας βραχνάς».

Η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε έναντι της Τουρκίας την πάγια πολιτική που εφαρμόζουν ως σήμερα όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, περιορίστηκε σε διαβήματα προς την Άγκυρα.