Περικλής Γιαννόπουλος

Ο Περικλής Γιαννόπουλος, λογοτέχνης, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, υπήρξε ελληνολάτρης διανοητής. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1869 και αυτοκτόνησε στον κόλπο του Σκαραμαγκά στις 8 Απριλίου 1910. Παρακολούθησε μαθήματα ιατρικής για ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άλλα δύο χρόνια στο Παρίσι. Μετά το θάνατο του πατέρα του εγκατέλειψε τις σπουδές του και επισκέφθηκε για οχτώ μήνες στον αδελφό του στο Λονδίνο, όπου μελέτησε αγγλική και γαλλική λογοτεχνία. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, γράφτηκε στη Νομική Σχολή.

Από το 1894 δημοσιεύει μεταφράσεις ποιημάτων των Ντίκενς, Πόε, Ουάιλντ, Μποντλέρ, Τελιέ, καθώς και δικά του «πεζά ποιήματα». Από το 1899 αρθρογραφεί στις εφημερίδες Ακρόπολις, Το Αστυ, Εστία κ.ά. και στα περιοδικά Κριτική, Παναθήναια, ο Νουμάς κ.ά., χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα Λωτός, Απολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος.

Με εντελώς προσωπικό ύφος και γλώσσα, εκφράζει παθιασμένα τις ελληνοκεντρικές του ιδέες και καταγγέλλει τα αίτια της ελληνικής κακοδαιμονίας, προπαντός την ξενομανία, τον «φραγκοραγιαδισμό».

Το 1906 εκδίδει ως αυτόνομο βιβλίο το «Νέον Πνεύμα» και το 1907 την εκτενέστερη «Έκκλησι προς το Πανελλήνιον Κοινόν». Οι ιδέες του, σε σύγκρουση με κάθε κατεστημένο, προκαλούν αντιδράσεις στην Αθήνα της εποχής. Από άλλους θεωρείται απλώς ρομαντικός και ωραίος τρελός, από άλλους υβριστής, κάποιοι όμως αναγνωρίζουν από την πρώτη στιγμή την πρωτοτυπία του και εμπνέονται από αυτόν.

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Αριστος Καμπάνης, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Σπύρος Μελάς δημοσιεύουν πολύ εγκωμιαστικές κριτικές. Ο Ίων Δραγούμης γίνεται αδελφικός του φίλος. Ο Άγγελος Σικελιανός θα υμνήσει τον Γιαννόπουλο και βεβαίως δεν θα μείνει ανεπηρέαστος από αυτόν.

Αν και ο Γιαννόπουλος ευτύχησε να είναι πολύ γνωστός και να έχει αφοσιωμένους φίλους στον πνευματικό κόσμο των Αθηνών, δεν κατόρθωσε να αναμορφώσει κατά το όραμά του την ελληνική κοινωνία.

Δεν ήθελε, αυτός ο λάτρης του ωραίου, να γεράσει (όπως υπέθεσε ο Ίων Δραγούμης); Ένιωσε ότι έφθανε στην εξάντληση της καλλιτεχνικής του δημιουργίας; Ότι δεν είχε άλλο τίποτε πια να προσφέρει πια; Απογοήτευση από την μη ευόδωση με γάμο της ερωτικής σχέσης του με την Σοφία Λασκαρίδου, ζωγράφο και χειραφετημένη γυναίκα της εποχής; Ρομαντικός και «ερασιθάνατος» (η λέξη του Ιωάννη Συκουτρή, του επίσης μεγάλου ελληνολάτρη αυτόχειρα); Όλα αυτά μαζί;

Στις 8 Απριλίου 1910, στεφανωμένος, καβάλησε το άσπρο άλογό του και μπήκε μαζί του στην θάλασσα του Σκαραμαγκά. Με μία σφαίρα στο κεφάλι, ενώθηκε για πάντα με την ελληνική φύση που τόσο είχε αγαπήσει. Το νεκρό σώμα του το έβγαλαν τα κύματα στην στεριά δέκα μέρες μετά. Πριν ταφεί, δύο κυρίες, σαν νύμφες της Αττικής γης, στόλισαν τον νεκρό με λουλούδια.

Ο τρόπος που επέλεξε να δώσει τέλος στη ζωή του συγκλόνισε την κοινωνία και τον τύπο της εποχής. Ποιητές όπως ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Μαλακάσης και η Μυρτιώτισσα του αφιέρωσαν ποιήματα.

Ο Γιαννόπουλος ήταν αηδιασμένος από την κατάσταση της Ελλάδος στην εποχή του: ο κρατικός μηχανισμός με τους νωθρούς και διεφθαρμένους υπαλλήλους, η στρατιωτική ανεπάρκεια, η διπλωματική αδυναμία, ή έλλειψη νέων ελληνικών ιδεών στην πολιτιστική δημιουργία και κυρίως το ανήθικο και ανίκανο πολιτικό κατεστημένο με τα κόμματα να αποκοιμίζουν και να διαφθείρουν το λαό. Απαιτεί την άρση των «αξιών» και της νοοτροπίας που κυριαρχούν στην πολιτική, κοινωνική και πνευματική ζωή του τόπου, γιατί τις θεωρεί υπεύθυνες για την κατάντια της χώρας.

Πιστεύει ότι πρέπει να δημιουργηθεί μια ιδεολογική κίνηση από πνευματικούς ανθρώπους που θα δημιουργήσουν τον εθνικό ιδεολογικό κόσμο που θα βασίζεται στην φύση της ελληνικής φυλής. Τα προβλήματα όμως δεν λύθηκαν, ούτε ξεριζώθηκαν οι αιτίες που τα προκαλούσαν, αλλά συνεχίζουν να ταλαιπωρούν το Έθνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: