Το σχολείο του ΔΝΤ

Σαστισμένοι και αγανακτισμένοι διδάσκοντες και μαθητές ακούσαμε την Υπουργό Παιδείας να αποφασίζει και να διατάζει, από την επόμενη σχολική χρονιά οι σχολικές τάξεις να λειτουργήσουν με 30 μαθητές ανά τμήμα.

Η απόφαση αυτή σχετίζεται άμεσα με το «Πρόγραμμα Σταθερότητας», όπου ρητά αναφέρεται η σημαντική μείωση των προσλήψεων εκπαιδευτικών.

Ο Έλληνας εκπαιδευτικός καλείται να διδάξει σε συνθήκες που ίσχυαν στη χώρα μας τη δεκαετία του ’70, σε τριαντάρια τμήματα, αδυνατώντας να σταθεί ουσιαστικά δίπλα στον μαθητή, να αντιμετωπίσει τις ιδιαίτερες μαθησιακές ή άλλες ανάγκες του. Πόσο μάλλον, όταν έχει στην τάξη και παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, αλλοδαπούς που δεν γνωρίζουν καλά τη γλώσσα κ.α.

Ένα σοβαρό εκπαιδευτικό σύστημα που θα σεβόταν εκπαιδευτικούς και μαθητές, θα όφειλε να μειώσει τον αριθμό των μαθητών σε 15 στα τμήματα προνηπίων, νηπίων, στις Α΄ και Β΄ Δημοτικού. Στις τάξεις των άλλων βαθμίδων τα τμήματα να μην ξεπερνούν τους 20, ενώ στις κατευθύνσεις τους 15. Άλλωστε, αυτό εφαρμόζουν οι προηγμένες χώρες και τα εγχώρια καλά ιδιωτικά σχολεία.

Δεν έχει αντιληφθεί η κα Διαμαντοπούλου ότι με το συνωστισμό στη σχολική τάξη απαξιώνει το δημόσιο σχολείο και το υποβαθμίζει; Έτσι εννοεί το σύνθημά της «Πρώτα ο μαθητής»; Δεν ντρέπεται;

Δεν έχει στο περιβάλλον της έναν εκπαιδευτικό που μπαίνει σε τάξη να της εξηγήσει το πιο απλό; Αν πρέπει να ασχοληθεί με κάθε μαθητή από ένα λεπτό για να τον εξετάσει ή για να του λύσει μία απορία για το μάθημα χρειάζεται 30 λεπτά. Άλλα πέντε λεπτά το λιγότερο μέχρι να μπουν οι μαθητές στην τάξη, να καθίσουν και να βγάλουν τα βιβλία τους.... και αυτά στην ιδανική περίπτωση όπου δεν υπάρχει καμία μαθησιακή δυσκολία ή πρόβλημα συμπεριφοράς. Άρα μένουν 10 λεπτά για να παραδώσει το παρακάτω μάθημα και να λύσει και ασκήσεις. Μάλλον θεωρεί τον Έλληνα εκπαιδευτικό υπεράνθρωπο.

Όσο για την εμμονή διορισμού των εκπαιδευτικών μόνο μέσω του γραπτού διαγωνισμού του ΑΣΕΠ, αυτό διασφαλίζει πρακτικά μόνο ότι οι επιτυχόντες εκπαιδευτικοί είναι αυτοί που …απομνημονεύουν καλύτερα. Η μεταδοτικότητα, η επικοινωνία με τους μαθητές, η ικανότητα τους να τηρούν την πειθαρχία στην τάξη, η επαφή τους με τις νέες τεχνολογίες (τώρα μάλιστα που υπόσχεται το υπουργείο ότι θα προμηθεύσει στα σχολεία διαδραστικούς πίνακες) είναι κριτήρια που δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη στη διαδικασία του διορισμού τους στο δημόσιο σχολείο.

Αντιθέτως, στο ιδιωτικό ο ιδιοκτήτης που πονάει το σχολείο του, για να προσλάβει έναν εκπαιδευτικό, λαμβάνει υπόψη όλα τα παραπάνω κριτήρια, προκειμένου να αξιοποιήσει τις υποδομές που προσφέρει.

Έτσι, οδηγούμαστε σε μία παιδεία δύο ταχυτήτων. Από τη μία πλευρά η δημόσια με πενιχρές υποδομές και 30άρια τμήματα, όπου το μάθημα γίνεται καταναγκασμός. Από την άλλη η ιδιωτική με πλούσιες υποδομές, 15–20 μαθητές ανά τμήμα, αυστηρά επιλεγμένους εκπαιδευτικούς και διαδραστικό μάθημα που γίνεται απόλαυση. Γι αυτό και οι πολιτικοί μας από όλα τα κόμματα προτιμούν να στέλνουν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια.

Αντί να πάει το δημόσιο σχολείο μπροστά, η παρούσα ηγεσία το πηγαίνει δεκαετίες πίσω. Το σχολείο της κ. Διαμαντοπούλου είναι φτηνιάρικο, είναι το σχολείο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου...

«Χτίστε σχολεία!»

SOS προς την Ορθόδοξη Εκκλησία


Η Ορθοδοξία πέρα από τη θρησκειολογική και τη μεταφυσική της διάσταση αποτελεί και πρόταση κοινωνικής συμβίωσης. Οι προτάσεις της χριστιανικής διδασκαλίας γίνονται πράξη στην κοινότητα των πιστών. Η Ορθοδοξία έχει κοινωνική γεωμετρία.

Στο Βυζάντιο, στην Οθωμανοκρατία αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν την ίδρυση του πενόμενου Ελληνικού κράτους η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε αναλάβει τον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας. Πέραν του φιλανθρωπικού έργου ίδρυε και συντηρούσε ορφανοτροφεία, φτωχοκομεία, γηροκομεία, νοσοκομεία και εκπαιδευτήρια.

Η Καθολική Εκκλησία αναλαμβάνει ουσιαστική κοινωνική δράση με αρκετή καθυστέρηση, μετά τον 17ο αιώνα στο πλαίσιο της Αντιμεταρρύθμισης, όταν τα νέα μοναχικά τάγματα ιδρύουν σχολεία και νοσοκομεία σε όλη την Ευρώπη. Έτσι, στην Ελλάδα λειτουργούν σήμερα 19 καθολικά σχολεία. Ποιος δεν γνωρίζει την Λεόντειο, τις Ουρσουλίνες, τον Αγ. Παύλο κ.α.

Δυστυχώς, τα σχολεία των Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι μόνο 3, στον Πειραιά, στον Βόλο και η Θεομήτωρ στην Ηλιούπολη. Δεν υπολογίζω τα εκκλησιαστικά Λύκεια, καθώς αναφέρομαι σε εκπαιδευτήρια που περιλαμβάνουν από νηπιαγωγείο μέχρι και Λύκειο και λειτουργούν βάσει του ωρολογίου προγράμματος της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παρέχουν δε ποιοτικό εκπαιδευτικό έργο, πειθαρχία, ασφάλεια και αυξημένα ποσοστά επιτυχίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Η Εκκλησία μας δεν θα όφειλε να ιδρύσει και να συντηρεί ένα εκπαιδευτήριο στην πρωτεύουσα κάθε Νομού και πολλαπλάσια στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη; Ιδιαίτερα σε μία εποχή οικονομικής κρίσης, όπου το κοινωνικό κράτος αποδιαρθρώνεται.

Το ερώτημα είναι αμείλικτο: Θέλει η Εκκλησία καλύψει το κενό, να κάνει την υπέρβαση και να πρωτοπορήσει εκεί που ολιγωρεί η Πολιτεία; Επιθυμεί τελικά ηγετικό ρόλο στον σύγχρονο ελληνισμό;

Η παρούσα συγκυρία είναι ευνοϊκή: Η δημόσια εκπαίδευση είναι χαμηλής ποιότητας, με στόχο την …πολυπολιτισμικότητα. Η ελληνικότητα αμβλύνεται από σχολικά βιβλία Ιστορίας της Ρεπούσειας λογικής, αλλά και τα γυμνασιακά βιβλία λογοτεχνίας από τα οποία απουσιάζει ακόμα και ο Εθνικός μας Ύμνος. Το ΥΠΕΠΘ έχει κάνει γνωστή τη θέση του να καταστήσει προαιρετικό το μάθημα των Θρησκευτικών. Αριστεροί και ψευτοπροοδευτικοί βυσσοδομούν για άμεση κρατικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Η ίδρυση ποιοτικών εκπαιδευτηρίων από την Εκκλησία μας θα αποτελούσε αποστομωτική απάντηση στα παραπάνω και κυρίως πολύτιμο στήριγμα στον ελληνικό λαό για μία ποιοτική και εθνική Παιδεία. Θα φρόντιζε για τη σχολική εκπαίδευση και αγωγή δεκάδων χιλιάδων ελληνοπαίδων, ενώ θα προσέφερε εργασία σε χιλιάδες εκπαιδευτικούς και όχι μόνο.

Η Εκκλησία μας διαθέτει την οικονομική ισχύ, το κοινωνικό κύρος και την αγάπη του λαού μας. Έχει την βούληση να το πράξει; Να θυμίσω το σύνθημα του Κοσμά του Αιτωλού που σε συνθήκες σκλαβιάς έχτισε σε 18 χρόνια 847 σχολεία: «Χτίστε σχολεία! Χτίστε σχολεία!».

Περικλής Γιαννόπουλος

Ο Περικλής Γιαννόπουλος, λογοτέχνης, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, υπήρξε ελληνολάτρης διανοητής. Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1869 και αυτοκτόνησε στον κόλπο του Σκαραμαγκά στις 8 Απριλίου 1910. Παρακολούθησε μαθήματα ιατρικής για ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άλλα δύο χρόνια στο Παρίσι. Μετά το θάνατο του πατέρα του εγκατέλειψε τις σπουδές του και επισκέφθηκε για οχτώ μήνες στον αδελφό του στο Λονδίνο, όπου μελέτησε αγγλική και γαλλική λογοτεχνία. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, γράφτηκε στη Νομική Σχολή.

Από το 1894 δημοσιεύει μεταφράσεις ποιημάτων των Ντίκενς, Πόε, Ουάιλντ, Μποντλέρ, Τελιέ, καθώς και δικά του «πεζά ποιήματα». Από το 1899 αρθρογραφεί στις εφημερίδες Ακρόπολις, Το Αστυ, Εστία κ.ά. και στα περιοδικά Κριτική, Παναθήναια, ο Νουμάς κ.ά., χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα Λωτός, Απολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος.

Με εντελώς προσωπικό ύφος και γλώσσα, εκφράζει παθιασμένα τις ελληνοκεντρικές του ιδέες και καταγγέλλει τα αίτια της ελληνικής κακοδαιμονίας, προπαντός την ξενομανία, τον «φραγκοραγιαδισμό».

Το 1906 εκδίδει ως αυτόνομο βιβλίο το «Νέον Πνεύμα» και το 1907 την εκτενέστερη «Έκκλησι προς το Πανελλήνιον Κοινόν». Οι ιδέες του, σε σύγκρουση με κάθε κατεστημένο, προκαλούν αντιδράσεις στην Αθήνα της εποχής. Από άλλους θεωρείται απλώς ρομαντικός και ωραίος τρελός, από άλλους υβριστής, κάποιοι όμως αναγνωρίζουν από την πρώτη στιγμή την πρωτοτυπία του και εμπνέονται από αυτόν.

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Αριστος Καμπάνης, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Σπύρος Μελάς δημοσιεύουν πολύ εγκωμιαστικές κριτικές. Ο Ίων Δραγούμης γίνεται αδελφικός του φίλος. Ο Άγγελος Σικελιανός θα υμνήσει τον Γιαννόπουλο και βεβαίως δεν θα μείνει ανεπηρέαστος από αυτόν.

Αν και ο Γιαννόπουλος ευτύχησε να είναι πολύ γνωστός και να έχει αφοσιωμένους φίλους στον πνευματικό κόσμο των Αθηνών, δεν κατόρθωσε να αναμορφώσει κατά το όραμά του την ελληνική κοινωνία.

Δεν ήθελε, αυτός ο λάτρης του ωραίου, να γεράσει (όπως υπέθεσε ο Ίων Δραγούμης); Ένιωσε ότι έφθανε στην εξάντληση της καλλιτεχνικής του δημιουργίας; Ότι δεν είχε άλλο τίποτε πια να προσφέρει πια; Απογοήτευση από την μη ευόδωση με γάμο της ερωτικής σχέσης του με την Σοφία Λασκαρίδου, ζωγράφο και χειραφετημένη γυναίκα της εποχής; Ρομαντικός και «ερασιθάνατος» (η λέξη του Ιωάννη Συκουτρή, του επίσης μεγάλου ελληνολάτρη αυτόχειρα); Όλα αυτά μαζί;

Στις 8 Απριλίου 1910, στεφανωμένος, καβάλησε το άσπρο άλογό του και μπήκε μαζί του στην θάλασσα του Σκαραμαγκά. Με μία σφαίρα στο κεφάλι, ενώθηκε για πάντα με την ελληνική φύση που τόσο είχε αγαπήσει. Το νεκρό σώμα του το έβγαλαν τα κύματα στην στεριά δέκα μέρες μετά. Πριν ταφεί, δύο κυρίες, σαν νύμφες της Αττικής γης, στόλισαν τον νεκρό με λουλούδια.

Ο τρόπος που επέλεξε να δώσει τέλος στη ζωή του συγκλόνισε την κοινωνία και τον τύπο της εποχής. Ποιητές όπως ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Μαλακάσης και η Μυρτιώτισσα του αφιέρωσαν ποιήματα.

Ο Γιαννόπουλος ήταν αηδιασμένος από την κατάσταση της Ελλάδος στην εποχή του: ο κρατικός μηχανισμός με τους νωθρούς και διεφθαρμένους υπαλλήλους, η στρατιωτική ανεπάρκεια, η διπλωματική αδυναμία, ή έλλειψη νέων ελληνικών ιδεών στην πολιτιστική δημιουργία και κυρίως το ανήθικο και ανίκανο πολιτικό κατεστημένο με τα κόμματα να αποκοιμίζουν και να διαφθείρουν το λαό. Απαιτεί την άρση των «αξιών» και της νοοτροπίας που κυριαρχούν στην πολιτική, κοινωνική και πνευματική ζωή του τόπου, γιατί τις θεωρεί υπεύθυνες για την κατάντια της χώρας.

Πιστεύει ότι πρέπει να δημιουργηθεί μια ιδεολογική κίνηση από πνευματικούς ανθρώπους που θα δημιουργήσουν τον εθνικό ιδεολογικό κόσμο που θα βασίζεται στην φύση της ελληνικής φυλής. Τα προβλήματα όμως δεν λύθηκαν, ούτε ξεριζώθηκαν οι αιτίες που τα προκαλούσαν, αλλά συνεχίζουν να ταλαιπωρούν το Έθνος.

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄

Ο Γρηγόριος Ε΄ (1746-1821) ανέβηκε τρεις φορές στον Πατριαρχικό θρόνο σε μια κρίσιμη εποχή. Αποτελεί πολυσυζητημένη μορφή λόγω της εμπλοκής του στις ιδεολογικές συγκρούσεις του νεότερου ελληνισμού.

Ήθελε έναν διαφωτισμό ελληνότροπο, όχι για λόγους τυφλής συντηρητικότητας, αλλά για να διασώσει την ρωμαίικη παράδοση, την οποία έβλεπε να απειλείται από τον αντιχριστιανισμό της Γαλλικής Επανάστασης.

Οι νεοταξίτες αναθεωρητές τις Ιστορίας μας τον κατηγορούν, επειδή τον Μάρτιο του 1821 αφόρισε το κίνημα του Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία. Λησμονούν ότι το έπραξε κάτω από την απειλή της γενικής σφαγής των Ρωμιών της Πόλης. Εξάλλου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ήδη στις 29 Ιανουαρίου 1821, προέβλεπε σε επιστολή του στον Κολοκοτρώνη: «Ο Πατριάρχης θα βιαστεί υπό της Πύλης και θέλει στέλλει αφοριστικά…»

Η είδηση για την έναρξη της επαναστάσεως στην Πελοπόννησο έφθασε στην Κωνσταντινούπολη το βράδι της 31ης Μαρτίου 1821. Ο σουλτάνος Μαχμούτ και οι σύμβουλοί του ανησυχούσαν ότι θα ξεσπούσε εξέγερση και μέσα στην Κωνσταντινούπολη.

Θεώρησαν ότι τα αποτελεσματικότερο μέτρο για τη μη εξάπλωση της επαναστάσεως και για την καταστολή της στις επαναστατημένες περιοχές ήταν ή τρομοκρατία. Έτσι, άρχισε από την Κωνσταντινούπολη κύμα άγριων διωγμών που επεκτάθηκε σε όλες σχεδόν τις περιοχές της αυτοκρατορίας.

Την 1η Απριλίου οργανώθηκε οχλαγωγική διαδήλωση με επικεφαλής φανατικούς «σοφτάδες», τροφίμους σπουδαστές των ιερατικών σχολείων. Οι διαδηλωτές, αφού διέτρεξαν επί ώρες τους δρόμους με κραυγές και απειλές εναντίον των «απίστων», καταπάτησαν την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, την λεηλάτησαν και την έκαψαν.

Ο κύριος σκοπός της διαδηλώσεως ήταν να προκληθεί σύγκρουση με Έλληνες και έτσι να υπάρξει πρόσχημα για τη γενική σφαγή των Ελλήνων, όμως οι Ρωμιοί δεν έδωσαν αφορμή.

Ο σουλτάνος εφάρμοσε τότε τη μέθοδο της θανάτωσης επιφανών Ελλήνων. Τη Μεγάλη Δευτέρα, 4 Απριλίου, ο ίδιος ο σουλτάνος παρακολούθησε τη θανάτωση με αποκεφαλισμό του μεγάλου διερμηνέως, Κωνσταντίνου Μουρούζη. Επακολούθησαν όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα θανατώσεις εγκρίτων Ελλήνων.

Στο μεταξύ, οι πρέσβεις έδωσαν διαταγές στους προξένους τους σε όλη την οθωμανική επικράτεια, να μην παρέχουν στους Έλληνες άσυλο, ούτε να επιτρέπουν στους πλοιάρχους να δέχονται φυγάδες. Μόνο o πρεσβευτής της Ρωσίας Στρόγανωφ δεν δέχθηκε το απάνθρωπο αυτό διάταγμα της Οθωμανικής Πύλης.

Ο Πατριάρχης είχε τη δυνατότητα να διαφύγει, αλλά έκρινε ότι όφειλε να παραμείνει ως το τέλος στη θέση του. Η πατριαρχία του λήγει με τη μαρτυρική του θυσία. Το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, 10 Απριλίου συνελήφθη, κηρύχθηκε έκπτωτος και φυλακίστηκε. Αλλά στις 3 το απόγευμα της ίδιας μέρας απαγχονίστηκε στη μεσημβρινή πύλη του Πατριαρχείου "ως πρώτος δήθεν και κύριος αρχηγός της επαναστάσεως της Πελοποννήσου".

Επί τρεις ημέρες το σώμα του έμεινε μετέωρο, δεχόμενο τους εξευτελισμούς του μανιασμένου όχλου. Έπειτα οι Οθωμανοί, παρά τις παρακλήσεις και την προσφορά χρημάτων από τους Έλληνες της Πόλης, παρέδωσαν το σώμα σε μία 20μελή επιτροπή Εβραίων έναντι 800 γροσίων. Tο γύμνωσαν και το περιέφεραν στους δρόμους και τελικά το έριξαν στον Κεράτιο. Ο Κεφαλλονίτης πλοίαρχος Νικ. Σκλάβος, βρήκε το σκήνωμα και το μετέφερε κρυφά στην Οδησσό, όπου τάφηκε στον Ελληνικό ναό της Αγίας Τριάδος.

Ο απαγχονισμός του ηγέτη της Ορθοδοξίας έδειξε το αληθινό πρόσωπο των Οθωμανών –συμμάχων της Ιεράς Συμμαχίας- και γιγάντωσε το κίνημα του φιλελληνισμού, καθώς συγκλόνισε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, η οποία πίεσε τις ηγεσίες της για στήριξη προς τους Έλληνες επαναστάτες.

Απρίλιος 1941

Καθώς τα σχολικά βιβλία περιορίζουν την συμβολή της Πατρίδας μας στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο σε ένα δισέλιδο το πολύ, ενώ αποσιωπούν την μάχη των οχυρών, καλό είναι να θυμηθούμε τα κύρια σημεία από το χρονικό του Απριλίου 1941.


Η εαρινή επίθεση των Ιταλών είχε αποτύχει και ο Τσώρτσιλ είχε την ελπίδα ότι η Αγγλία, η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαβία και η Τουρκία θα μπορούσαν να παρατάξουν 70 μεραρχίες στα Βαλκάνια απέναντι στις δυνάμεις του Άξονα.

Ωστόσο, η μεν Γιουγκοσλαβία προσχώρησε στις 25 Μαρτίου 1941 στον Άξονα (με την υπόσχεση ότι θα έπαιρνε την Θεσσαλονίκη), η δε Τουρκία κράτησε «ουδέτερη» στάση και παρείχε κάθε ευκολία στους Ναζί.

Στις 6 Απριλίου 1941, στις 5.15 πμ ο Χίτλερ εξαπέλυσε εναντίον της Πατρίδας μας 24 Επίλεκτες Μεραρχίες υπό τον Στρατάρχη Φον Λιστ σε εφαρμογή του Σχεδίου “ΜΑΡΙΤΑ”. Το λιμάνι του Πειραιά βομβαρδίζεται με σφοδρότητα από τα Στούκας.

Στο Βερολίνο, πληροφορούσαν τον Έλληνα πρέσβη ότι ο γερμανικός στρατός εισέρχεται στην Ελλάδα για να εκδιώξει τους Βρετανούς. Ο πρωθυπουργός Κορυζής απάντησε το δεύτερο μεγάλο ΟΧΙ.

Στα οχυρά της “Γραμμής Μεταξά” στην Μακεδονία και τη Θράκη (Νυμφαία, Εχίνος, Ρούπελ, Ιστίμπεη) οι Έλληνες μαχητές αμύνονται ηρωικά, κερδίζουν κάποιες μάχες και, όταν λήγει ο άνισος αγώνας τους, δέχονται “Στρατιωτικές τιμές” από τον ίδιο τον αντίπαλο τους:
«Η ελληνική ευψυχία ανεγνωρίσθη από τους ίδιους τους Γερμανούς. Ο Γερμανός συνταγματάρχης που παρέλαβε το οχυρό Παλιουριώνες συνεχάρη τον διοικητή του οχυρού και τη φρουρά, εξέφρασε τον θαυμασμό του για την αντίσταση και κάλεσε τον διοικητή τού οχυρού να επιθεωρήσει μαζί του το γερμανικό τάγμα ενώ διέταξε να υψωθεί η γερμανική σημαία μόνο μετά την αναχώρηση των Ελλήνων. Ο Γερμανός αξιωματικός στον οποίο παρεδόθη το Ρούπελ εξέφρασε την υπερηφάνεια του, διότι επολέμησε εναντίον ενός τόσο γενναίου αντιπάλου» (Σπύρος Μαρκεζίνης, Σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδος, τόμος 1ος, σ.224, Αθήνα 1994).

Στις 9 Απριλίου, καταλαμβάνεται η Θεσσαλονίκη. Υπογράφεται συνθηκολόγηση. Η Ταξιαρχία του Έβρου, αφοπλίζεται. Ο Διοικητής της, Υποστράτηγος Ιωάννης Ζήσης, αυτοκτονεί.

Στις 18 Απριλίου, ο πρωθυπουργός Κορυζής συμμετείχε σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Ακολούθησε κατ' ιδίαν συνομιλία του με τον βασιλιά Γεώργιο. Το τι ειπώθηκε δεν είναι γνωστό, αν και εικάζεται ότι οι δύο άνδρες διαφώνησαν ως προς την ενδεχόμενη μετακίνηση της ελληνικής κυβέρνησης στην Κύπρο. Πάντως, ο Κορυζής επιστρέφοντας σπίτι του, αυτοκτόνησε.

Στις 23 Απριλίου, στην Ήπειρο, ο Ταγματάρχης πυροβολικού Νικ. Βερσής, Διοικητής μοίρας πυροβολικού, όταν αναγκάζεται να παραδώσει τα πυροβόλα του στους Γερμανούς -σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής- αυτοκτονεί ενώ οι άνδρες του ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο.

Στις 27 Απριλίου, στην Ακρόπολη των Αθηνών, ο Γερμανός Αξιωματικός δίνει εντολή στον εύζωνο Κωνσταντίνο Κουκίδη, φρουρό της Σημαίας μας, να την αφαιρέσει για να αναρτήσει τον αγκυλωτό σταυρό. Εκείνος την υποστέλλει κλαίγοντας και ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο, τυλίγεται με αυτήν και αυτοκτονεί πέφτοντας από τον Ιερό Βράχο.

Ο ίδιος ο Χίτλερ, τον Μάιο του 1941, ομολόγησε στο Reichstag: «Η ιστορική δικαιοσύνη με υποχρέωσε να διατυπώσω ότι από όλους τους αντιπάλους τους οποίους αντιμετωπίσαμε, οι Έλληνες πολέμησαν με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία και συνθηκολόγησαν μόνον όταν η περαιτέρω αντίσταση τους ήταν αδύνατη και κατά συνέπεια μάταιη».

Δυστυχώς, η σύγκριση των τεράστιων αυτών Ελλήνων με την σύγχρονη ηγεσία μας είναι απογοητευτική και συντριπτική. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που οι ηρωικές πράξεις «δεν χωρούν» στα σχολικά βιβλία, που απευθύνονται σε μαθητές 9-17 ετών. Αυτή η ηλικία διαμορφώνει φρόνημα, αναζητεί πρότυπα, ηρωικές φυσιογνωμίες και πράξεις.

Γενικότερα, η ιστορική μνήμη απαιτεί να τιμούμε τους ήρωες και να φωτίζουμε το παρελθόν για να συνεχίσει το Έθνος μας την ύπαρξη του στο μέλλον.